- κολούρα
- κολούρα, ἡ (Α) [κόλουρος]είδος λόφου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόλουρα — κόλουρος dock tailed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουλτανίνα — Ποικιλία αμπελιού (οικογένεια Αμπελίδες, δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας επιτραπέζιων σταφυλιών και ξερών σταφίδων. Καλλιεργείται στην Τουρκία, Περσία, Αμερική (Καλιφόρνια), Αυστραλία και στην Ελλάδα, με… … Dictionary of Greek